βοιόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βοιόν | τὰ | βοιᾰ́ | ||||
γενική | τοῦ | βοιοῦ | τῶν | βοιῶν | ||||
δοτική | τῷ | βοιῷ | τοῖς | βοιοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | βοιόν | τὰ | βοιᾰ́ | ||||
κλητική ὦ! | βοιόν | βοιᾰ́ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοιώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βοιοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοιόν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβοιόν ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) κύκλος που διαρκεί πενήντα χρόνια
Πηγές
επεξεργασία- βοιόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.