Δείτε επίσης: Βοιόν
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βοιόν τὰ βοιᾰ́
      γενική τοῦ βοιοῦ τῶν βοιῶν
      δοτική τῷ βοι τοῖς βοιοῖς
    αιτιατική τὸ βοιόν τὰ βοιᾰ́
     κλητική ! βοιόν βοιᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοιώ
γεν-δοτ τοῖν  βοιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βοιόν ουδέτερο