Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλεφάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βλεφάρισμα
τα
βλεφαρίσμα
τ
α
γενική
του
βλεφαρίσμα
τ
ος
των
βλεφαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
βλεφάρισμα
τα
βλεφαρίσμα
τ
α
κλητική
βλεφάρισμα
βλεφαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βλεφάρισμα
<
βλεφαρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλεφάρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
βλεφαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλεφάρισμα
αγγλικά
:
blink
(en)
,
winkl
(en)