βιπεράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιπεράκι | τα | βιπεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βιπεράκι | τα | βιπεράκια |
κλητική | βιπεράκι | βιπεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιπεράκι < βίπερ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιπεράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το βίπερ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βίπερ
βιπεράκι
|