βιοπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιοπαραγωγή θηλυκό
- παραγωγή νέων υλικών με τη βοήθεια ζωντανών οργανισμών (κυττάρων)
- παραγωγή ζωντανών οργανισμών
- ※ είναι ένα διεπιστημονικό Ερευνητικό Έργοπου θα εξετάσει τη δυνατότητα παράλληλης καλλιέργειας σπόγγων σε ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες με στόχο τη βιοαποκατάσταση και τη βιοπαραγωγή ([3])
- βιολογική παραγωγή
- ※ Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που της έδωσαν το έναυσμα να ασχοληθεί με τη βιοπαραγωγή και την καλλιέργεια αλόης. ([4])
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιοπαραγωγή
|