Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοπαραγωγή οι βιοπαραγωγές
      γενική της βιοπαραγωγής των βιοπαραγωγών
    αιτιατική τη βιοπαραγωγή τις βιοπαραγωγές
     κλητική βιοπαραγωγή βιοπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοπαραγωγή < βιο- + παραγωγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοπαραγωγή θηλυκό

  1. παραγωγή νέων υλικών με τη βοήθεια ζωντανών οργανισμών (κυττάρων)
    ※  Μικροβιακή Βιοτεχνολογία-Βιοπαραγωγή [1]
    ※  Επαναπρογραμματισμός κυττάρων για «βιοπαραγωγή» νέων υλικών [2], εφημερίδα Ναυτεμπορική
  2. παραγωγή ζωντανών οργανισμών
    ※  είναι ένα διεπιστημονικό Ερευνητικό Έργοπου θα εξετάσει τη δυνατότητα παράλληλης καλλιέργειας σπόγγων σε ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες με στόχο τη βιοαποκατάσταση και τη βιοπαραγωγή ([3])
  3. βιολογική παραγωγή
    ※  Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που της έδωσαν το έναυσμα να ασχοληθεί με τη βιοπαραγωγή και την καλλιέργεια αλόης. ([4])

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία