Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοεπιτήρηση οι βιοεπιτηρήσεις
      γενική της βιοεπιτήρησης* των βιοεπιτηρήσεων
    αιτιατική τη βιοεπιτήρηση τις βιοεπιτηρήσεις
     κλητική βιοεπιτήρηση βιοεπιτηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοεπιτηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοεπιτήρηση < βιο- + επιτήρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοεπιτήρηση θηλυκό

  • (νεολογισμός, ιατρική) η επιστήμη της επιτήρησης / παρακολούθησης εμφάνισης ασθενειών
    ※  η βιοεπιτήρηση (biosurveillance) ορίζεται ως μία διαδικασία συστηματικής συλλογής και ανάλυσης δεδομένων με σκοπό την ανίχνευση ξεσπασμάτων ασθενειών (outbreaks) σε ανθρώπους, ζώα και φυτά, αλλά και των περιβαλλοντικών συνθηκών που προμηνύουν την ανάπτυξη τους. (Ναταλία Παπαδημητρίου, Έγκαιρη Ανίχνευση Εξάρσεων από Χρονοσειρές με Εποχικότητα, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, ΑΠΘ, Τμήμα Μαθηματικών, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2018, σελ. 13)

  Μεταφράσεις επεξεργασία