Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοεπαγρύπνηση οι βιοεπαγρυπνήσεις
      γενική της βιοεπαγρύπνησης των βιοεπαγρυπνήσεων
    αιτιατική τη βιοεπαγρύπνηση τις βιοεπαγρυπνήσεις
     κλητική βιοεπαγρύπνηση βιοεπαγρυπνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοεπαγρύπνηση (νεολογισμός) < βιο- + επαγρύπνηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοεπαγρύπνηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία