βεραντάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βεραντάκι | τα | βεραντάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βεραντάκι | τα | βεραντάκια |
κλητική | βεραντάκι | βεραντάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεραντάκι < βεράντα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεραντάκι θηλυκό
- υποκοριστικό του βεράντα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βεραντάκι
|