βελονάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βελονάκιας | οι | βελονάκηδες |
γενική | του | βελονάκια | των | βελονάκηδων |
αιτιατική | τον | βελονάκια | τους | βελονάκηδες |
κλητική | βελονάκια | βελονάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βελονάκιας αρσενικό
- (αργκό) ο ηρωινομανής (στη γλώσσα των κακοποιών)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βελονάκιας
|