Ετυμολογία

επεξεργασία
βαυκαλίζω < ελληνιστική κοινή βαυκαλίζω ("νανουρίζω")[1] < αρχαία ελληνική βαυκαλάω

βαυκαλίζω, αόρ.: βαυκάλισα, παθ.φωνή: βαυκαλίζομαι, π.αόρ.: βαυκαλίστηκα, μτχ.π.π.: βαυκαλισμένος

  1. εξαπατώ ή καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες προσδοκίες
    μη βαυκαλίζεσαι με ψεύτικες ελπίδες
     συνώνυμα: παραμυθιάζω (λαϊκότροπο) και → δείτε τη λέξη βαυκαλίζομαι
  2. (παρωχημένο) αποκοιμίζω, νανουρίζω ένα μωρό[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βαυκαλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



βαυκαλίζω [ᾰ] < (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία