βαυκαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαυκαλίζω < ελληνιστική κοινή βαυκαλίζω ("νανουρίζω")[1] < αρχαία ελληνική βαυκαλάω
Ρήμα
επεξεργασίαβαυκαλίζω, αόρ.: βαυκάλισα, παθ.φωνή: βαυκαλίζομαι, π.αόρ.: βαυκαλίστηκα, μτχ.π.π.: βαυκαλισμένος
- εξαπατώ ή καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες προσδοκίες
- μη βαυκαλίζεσαι με ψεύτικες ελπίδες
- ≈ συνώνυμα: παραμυθιάζω (λαϊκότροπο) και → δείτε τη λέξη βαυκαλίζομαι
- (παρωχημένο) αποκοιμίζω, νανουρίζω ένα μωρό[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαυκαλίζω | βαυκάλιζα | θα βαυκαλίζω | να βαυκαλίζω | βαυκαλίζοντας | |
β' ενικ. | βαυκαλίζεις | βαυκάλιζες | θα βαυκαλίζεις | να βαυκαλίζεις | βαυκάλιζε | |
γ' ενικ. | βαυκαλίζει | βαυκάλιζε | θα βαυκαλίζει | να βαυκαλίζει | ||
α' πληθ. | βαυκαλίζουμε | βαυκαλίζαμε | θα βαυκαλίζουμε | να βαυκαλίζουμε | ||
β' πληθ. | βαυκαλίζετε | βαυκαλίζατε | θα βαυκαλίζετε | να βαυκαλίζετε | βαυκαλίζετε | |
γ' πληθ. | βαυκαλίζουν(ε) | βαυκάλιζαν βαυκαλίζαν(ε) |
θα βαυκαλίζουν(ε) | να βαυκαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαυκάλισα | θα βαυκαλίσω | να βαυκαλίσω | βαυκαλίσει | ||
β' ενικ. | βαυκάλισες | θα βαυκαλίσεις | να βαυκαλίσεις | βαυκάλισε | ||
γ' ενικ. | βαυκάλισε | θα βαυκαλίσει | να βαυκαλίσει | |||
α' πληθ. | βαυκαλίσαμε | θα βαυκαλίσουμε | να βαυκαλίσουμε | |||
β' πληθ. | βαυκαλίσατε | θα βαυκαλίσετε | να βαυκαλίσετε | βαυκαλίστε | ||
γ' πληθ. | βαυκάλισαν βαυκαλίσαν(ε) |
θα βαυκαλίσουν(ε) | να βαυκαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαυκαλίσει | είχα βαυκαλίσει | θα έχω βαυκαλίσει | να έχω βαυκαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαυκαλίσει | είχες βαυκαλίσει | θα έχεις βαυκαλίσει | να έχεις βαυκαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαυκαλίσει | είχε βαυκαλίσει | θα έχει βαυκαλίσει | να έχει βαυκαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαυκαλίσει | είχαμε βαυκαλίσει | θα έχουμε βαυκαλίσει | να έχουμε βαυκαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαυκαλίσει | είχατε βαυκαλίσει | θα έχετε βαυκαλίσει | να έχετε βαυκαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαυκαλίσει | είχαν βαυκαλίσει | θα έχουν βαυκαλίσει | να έχουν βαυκαλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαυκαλίζομαι | βαυκαλιζόμουν(α) | θα βαυκαλίζομαι | να βαυκαλίζομαι | ||
β' ενικ. | βαυκαλίζεσαι | βαυκαλιζόσουν(α) | θα βαυκαλίζεσαι | να βαυκαλίζεσαι | (βαυκαλίζου) | |
γ' ενικ. | βαυκαλίζεται | βαυκαλιζόταν(ε) | θα βαυκαλίζεται | να βαυκαλίζεται | ||
α' πληθ. | βαυκαλιζόμαστε | βαυκαλιζόμαστε βαυκαλιζόμασταν |
θα βαυκαλιζόμαστε | να βαυκαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | βαυκαλίζεστε | βαυκαλιζόσαστε βαυκαλιζόσασταν |
θα βαυκαλίζεστε | να βαυκαλίζεστε | (βαυκαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | βαυκαλίζονται | βαυκαλίζονταν βαυκαλιζόντουσαν |
θα βαυκαλίζονται | να βαυκαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαυκαλίστηκα | θα βαυκαλιστώ | να βαυκαλιστώ | βαυκαλιστεί | ||
β' ενικ. | βαυκαλίστηκες | θα βαυκαλιστείς | να βαυκαλιστείς | βαυκαλίσου | ||
γ' ενικ. | βαυκαλίστηκε | θα βαυκαλιστεί | να βαυκαλιστεί | |||
α' πληθ. | βαυκαλιστήκαμε | θα βαυκαλιστούμε | να βαυκαλιστούμε | |||
β' πληθ. | βαυκαλιστήκατε | θα βαυκαλιστείτε | να βαυκαλιστείτε | βαυκαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | βαυκαλίστηκαν βαυκαλιστήκαν(ε) |
θα βαυκαλιστούν(ε) | να βαυκαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βαυκαλιστεί | είχα βαυκαλιστεί | θα έχω βαυκαλιστεί | να έχω βαυκαλιστεί | βαυκαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις βαυκαλιστεί | είχες βαυκαλιστεί | θα έχεις βαυκαλιστεί | να έχεις βαυκαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βαυκαλιστεί | είχε βαυκαλιστεί | θα έχει βαυκαλιστεί | να έχει βαυκαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βαυκαλιστεί | είχαμε βαυκαλιστεί | θα έχουμε βαυκαλιστεί | να έχουμε βαυκαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βαυκαλιστεί | είχατε βαυκαλιστεί | θα έχετε βαυκαλιστεί | να έχετε βαυκαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βαυκαλιστεί | είχαν βαυκαλιστεί | θα έχουν βαυκαλιστεί | να έχουν βαυκαλιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθησυχάζω με ψεύτικες προσδοκίες
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βαυκαλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβαυκαλίζω [ᾰ] < (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- βαυκαλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.