νανουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νανουρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίανανουρίζω
- σιγοτραγουδώ για να κοιμήσω κάποιον
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νανουρίζω | νανούριζα | θα νανουρίζω | να νανουρίζω | νανουρίζοντας | |
β' ενικ. | νανουρίζεις | νανούριζες | θα νανουρίζεις | να νανουρίζεις | νανούριζε | |
γ' ενικ. | νανουρίζει | νανούριζε | θα νανουρίζει | να νανουρίζει | ||
α' πληθ. | νανουρίζουμε | νανουρίζαμε | θα νανουρίζουμε | να νανουρίζουμε | ||
β' πληθ. | νανουρίζετε | νανουρίζατε | θα νανουρίζετε | να νανουρίζετε | νανουρίζετε | |
γ' πληθ. | νανουρίζουν(ε) | νανούριζαν νανουρίζαν(ε) |
θα νανουρίζουν(ε) | να νανουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νανούρισα | θα νανουρίσω | να νανουρίσω | νανουρίσει | ||
β' ενικ. | νανούρισες | θα νανουρίσεις | να νανουρίσεις | νανούρισε | ||
γ' ενικ. | νανούρισε | θα νανουρίσει | να νανουρίσει | |||
α' πληθ. | νανουρίσαμε | θα νανουρίσουμε | να νανουρίσουμε | |||
β' πληθ. | νανουρίσατε | θα νανουρίσετε | να νανουρίσετε | νανουρίστε | ||
γ' πληθ. | νανούρισαν νανουρίσαν(ε) |
θα νανουρίσουν(ε) | να νανουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νανουρίσει | είχα νανουρίσει | θα έχω νανουρίσει | να έχω νανουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νανουρίσει | είχες νανουρίσει | θα έχεις νανουρίσει | να έχεις νανουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει νανουρίσει | είχε νανουρίσει | θα έχει νανουρίσει | να έχει νανουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νανουρίσει | είχαμε νανουρίσει | θα έχουμε νανουρίσει | να έχουμε νανουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νανουρίσει | είχατε νανουρίσει | θα έχετε νανουρίσει | να έχετε νανουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νανουρίσει | είχαν νανουρίσει | θα έχουν νανουρίσει | να έχουν νανουρίσει |
|