βαυκαλίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαυκαλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βαυκαλίζω
Ρήμα επεξεργασία
βαυκαλίζομαι
- παραμυθιάζομαι, εξαπατώ ή καθησυχάζω τον εαυτό μου με ψεύτικες προσδοκίες
Συνώνυμα επεξεργασία
- αυταπατώμαι
- ξεγελιέμαι
- εθελοτυφλώ
- στρουθοκαμηλίζω
- εξαπατώμαι
- πλανιέμαι/πλανώμαι
- γελιέμαι
- παραπλανιέμαι
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαυκαλίζομαι