Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρουθοκαμηλίζω < στρουθοκαμηλ(ισμός) + -ίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾu.θo.ka.miˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρου‐θο‐κα‐μη‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

στρουθοκαμηλίζω, αόρ.: στρουθοκαμήλισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία