στρουθοκαμηλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρουθοκαμηλισμός < στρουθοκάμηλος + -ισμός (συμπεριφορά παρόμοια με της στρουθοκαμήλου, η οποία κρύβει το κεφάλι της στο έδαφος όταν την κυνηγάει κάποιος εχθρός)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρουθοκαμηλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρουθοκαμηλισμός