βαυκαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαυκαλώ < (ηχομιμητική λέξη) (από το βαυ βαυ που έλεγαν οι παραμάνες για να νανουρίσουν τα μωρά)
Ρήμα
επεξεργασίαβαυκαλώ
- άλλη μορφή του βαυκαλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαυκαλώ
→ δείτε τη λέξη βαυκαλίζω |