Ετυμολογία

επεξεργασία
βαυκαλώ < (ηχομιμητική λέξη) (από το βαυ βαυ που έλεγαν οι παραμάνες για να νανουρίσουν τα μωρά)

βαυκαλώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία