βασιλοπαίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βασιλοπαίδι | τα | βασιλοπαίδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βασιλοπαίδι | τα | βασιλοπαίδια |
κλητική | βασιλοπαίδι | βασιλοπαίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβασιλοπαίδι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βασιλοπαίδι
|