Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βασιλοκούλουρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βασιλοκούλουρ
ο
τα
βασιλοκούλουρ
α
γενική
του
βασιλοκούλουρ
ου
των
βασιλοκούλουρ
ων
αιτιατική
το
βασιλοκούλουρ
ο
τα
βασιλοκούλουρ
α
κλητική
βασιλοκούλουρ
ο
βασιλοκούλουρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βασιλοκούλουρο
<
βασιλοκουλούρα
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βασιλοκούλουρο
ουδέτερο
(
γαστρονομία
,
λαογραφία
)
άλλη μορφή
του
βασιλοκουλούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βασιλοκούλουρο
→
δείτε
τη λέξη
βασιλοκουλούρα