Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλειδιανισμός οι βασιλειδιανισμοί
      γενική του βασιλειδιανισμού των βασιλειδιανισμών
    αιτιατική τον βασιλειδιανισμό τους βασιλειδιανισμούς
     κλητική βασιλειδιανισμέ βασιλειδιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασιλειδιανισμός < Βασιλείδης + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασιλειδιανισμός αρσενικό

  • κίνημα γνωστικισμού του 2ου αιώνα, με ιδρυτή τον Βασιλείδη, που αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως στην Αλεξάνδρεια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία