λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βαρβαρότης αἱ βαρβαρότητες
      γενική τῆς βαρβαρότητος τῶν βαρβαροτήτων
      δοτική τῇ βαρβαρότητι ταῖς βαρβαρότησι(ν)
    αιτιατική τὴν βαρβαρότητα τὰς βαρβαρότητας
     κλητική ! βαρβαρότης βαρβαρότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρβαρότης < βάρβαρ(ος) + -ότης
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βαρβαρότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαρβαρότης θηλυκό

  • η βαρβαρότητα, η ιδιότητα του βάρβαρου, βαναυσότητα
    χρειάζεται παράθεμα (Τζέτζης)
    ※  10ος αιώνας - Ιωσήφ Γενέσιος, On the reigns of the emperors, 1.18 @catholiclibrary.org
    Τοῦ δὲ βασιλικοῦ διατάγματος οὕτω προβιβασθέντος, θεάσασθαι τὸ τελεσθησόμενον προτεθύμητο βασιλεύς. συνηντήκει δὲ αὐτῷ ἡ αὐγούστα Θεοδοσία ἀσύμβουλος, τὸ τοῦ Ἀρσαβὴρ πατρικίου καὶ κοιαίστωρος θυγάτριον, τοῦ βασιλέως κατηγορῆσον μιαιφονίαν καὶ βαρβαρότητα, καὶ μηδ' ὅλως τὸ τοῦ θεοῦ δέος τοῦτον ἔχειν ἐγκάρδιον, καὶ κατὰ μηδὲν ἠρυθριακότα ἡμέραν τὴν ἑορτάσιμον, καθ' ἣν κεχραμμένον τὰς χεῖρας ᾑρῆσθαι τὴν θείαν κοινωνίαν εἰσδέξασθαι, συμβουλευσόμενόν τε τὸν Μιχαὴλ τηρηθῆναι κατάκλειστον, εἶθ' οὕτως τὰ κατ' αὐτὸν πλείονος τυχεῖν ἀνετάσεως καὶ τοὺς κεκοινωνηκότας αὐτῷ τοῦ συνθήματος, καὶ τηνικαῦτα τιμωρίαις ὑπάγεσθαι.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βάρβαρος