Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλανίτιδα οι βαλανίτιδες
      γενική της βαλανίτιδας των βαλανίτιδων
    αιτιατική τη βαλανίτιδα τις βαλανίτιδες
     κλητική βαλανίτιδα βαλανίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλανίτιδα < βάλαν(ος) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλανίτιδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία