Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαγιόκλαδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βαγιόκλαδ
ο
τα
βαγιόκλαδ
α
γενική
του
βαγιόκλαδ
ου
των
βαγιόκλαδ
ων
αιτιατική
το
βαγιόκλαδ
ο
τα
βαγιόκλαδ
α
κλητική
βαγιόκλαδ
ο
βαγιόκλαδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαγιόκλαδο
<
βαγιά
+
κλαδί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαγιόκλαδο
ουδέτερο
κλαδί
βαγιάς
Ταυτόσημο
επεξεργασία
βαγιόκλαρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαγιόκλαδο
γαλλικά
:
rameau
(fr)