Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαγιοβδομάδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βαγιοβδομάδ
α
οι
βαγιοβδομάδ
ες
γενική
της
βαγιοβδομάδ
ας
των
βαγιοβδομάδ
ων
αιτιατική
τη
βαγιοβδομάδ
α
τις
βαγιοβδομάδ
ες
κλητική
βαγιοβδομάδ
α
βαγιοβδομάδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαγιοβδομάδα
<
βάγιο
+
-ο-
+
βδομάδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαγιοβδομάδα
θηλυκό
(
λαϊκότροπο
) η
εβδομάδα
πριν από την
Kυριακή των Bαΐων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαγιοβδομάδα