αὐτοχειρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αὐτοχειρίᾱ | αἱ | αὐτοχειρίαι |
γενική | τῆς | αὐτοχειρίᾱς | τῶν | αὐτοχειριῶν |
δοτική | τῇ | αὐτοχειρίᾳ | ταῖς | αὐτοχειρίαις |
αιτιατική | τὴν | αὐτοχειρίᾱν | τὰς | αὐτοχειρίᾱς |
κλητική ὦ! | αὐτοχειρίᾱ | αὐτοχειρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοχειρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοχειρίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααὐτοχειρία θηλυκό
- φόνος που έγινε με τα ίδια τα χέρια κάποιου (όχι μόνον η αυτοκτονία)