Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοχειρί < αὐτόχειρ

  Επίρρημα

επεξεργασία

αὐτοχειρί

  • με τα ίδια τα χέρια κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία