αψύτητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψύτητα | οι | αψύτητες |
γενική | της | αψύτητας | των | αψυτήτων |
αιτιατική | την | αψύτητα | τις | αψύτητες |
κλητική | αψύτητα | αψύτητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αψύτητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψύτητα
|