αχνοκέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αχνοκέρι | τα | αχνοκέρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αχνοκέρι | τα | αχνοκέρια |
κλητική | αχνοκέρι | αχνοκέρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααχνοκέρι ουδέτερο
- το κεράκι που φέγγει αδύναμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχνοκέρι
|