αχεσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχεσιά | οι | αχεσιές |
γενική | της | αχεσιάς | των | αχεσιών |
αιτιατική | την | αχεσιά | τις | αχεσιές |
κλητική | αχεσιά | αχεσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχεσιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχεσιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχεσιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 637.