αχίλλειος τένοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αχίλλειος τένοντας αρσενικό
- (ανατομία) τένοντας στο πίσω μέρος του ποδιού, ακριβώς πάνω από την φτέρνα. Πρόκειται για τον παχύτερο τένοντα του ανθρωπίνου σώματος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχίλλειος τένοντας