Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αχίλλειος τένοντας (tendo calcaneus

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχίλλειος τένοντας < αχίλλειος + τένοντας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αχίλλειος τένοντας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία