tendon d’Achille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tendon d’Achille | tendons d'Achille |
tendon d’Achille (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tendon d’Achille | tendons d'Achille |
tendon d’Achille (fr) αρσενικό