αφρο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφρο- <
- για το «αφρός» < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρο- < ἀφρ(ός) + -ο-
- για το «αφρικανός» < Αφρο- < (άμεσο δάνειο) αγγλική Afro-[1] < African < με απώτατη αρχή τη λατινική Africanus < Africus, θηλυκό Africa < ο λαός Afri
- Δε σχετίζεται το αφροδίσιος, το Αφροδίτη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φρο-
Πρόθημα
επεξεργασίααφρο-, αφρό-
- σχετικά με τον αφρό
- σχετικά με την Αφρική
- που αφορά Αφρικανό ή αφρικανική καταγωγή
- που αφορά γλώσσα, αντικείμενο ή προϊόν αφρικανικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «Αφρική» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- αφρο- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας