αφροντισία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφροντισία < μεσαιωνική ελληνική αφροντισία < φροντίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφροντισία θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αφροντισιά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φροντίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφροντισία
|