Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφριά οι αφριές
      γενική της αφριάς των αφριών
    αιτιατική την αφριά τις αφριές
     κλητική αφριά αφριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφριά < αφρός + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφριά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία