αυτόγυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυτόγυρο ουδέτερο
- Ιπτάμενο όχημα το οποίο -αντί να έχει σταθερά φτερά όπως το αεροπλάνο- βασίζεται για τη δημιουργία άνωσης και την ανύψωση του σε ένα κατακόρυφο στροφείο (δηλαδή σε έλικα), περίπου όπως το ελικόπτερο, με τη διαφορά όμως οτί στο αυτόγυρο ο έλικας είναι μη ενεργειοδοτούμενος και περιστρέφεται μόνο παθητικά (χάρη στην αεροδυναμική) και όχι ενεργητικά με τη χρήση κινητήρα. Το αυτόγυρο χρησιμοποιεί, συνήθως, συμβατικό κινητήρα με έλικα για την οριζόντια προώθηση του, όπως και τα αεροπλάνα.
- Το πρώτο αυτόγυρο το κατασκεύασε ο Ισπανός εφευρέτης και αεροπόρος Χουάν ντε λα Θιέβρα και έκανε την πρώτη του επιτυχημένη πτήση το 1923.