Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοτομία οι αυτοτομίες
      γενική της αυτοτομίας των αυτοτομιών
    αιτιατική την αυτοτομία τις αυτοτομίες
     κλητική αυτοτομία αυτοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοτομία < αυτο- + τομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοτομία θηλυκό

  • (βιολογία), (ζωολογία): η συνειδητή απόρριψη μέρους του σώματος ενός οργανισμού έναντι επίθεσης ή κάποιου κινδύνου, όπως π.χ. συμβαίνει με την απόρριψη της ουράς της σαύρας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία