αυτοτομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυτοτομία θηλυκό
- (βιολογία), (ζωολογία): η συνειδητή απόρριψη μέρους του σώματος ενός οργανισμού έναντι επίθεσης ή κάποιου κινδύνου, όπως π.χ. συμβαίνει με την απόρριψη της ουράς της σαύρας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοτομία
|