Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοπαραγωγή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοπαραγωγ
ή
οι
αυτοπαραγωγ
ές
γενική
της
αυτοπαραγωγ
ής
των
αυτοπαραγωγ
ών
αιτιατική
την
αυτοπαραγωγ
ή
τις
αυτοπαραγωγ
ές
κλητική
αυτοπαραγωγ
ή
αυτοπαραγωγ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοπαραγωγή
<
αυτο-
+
παραγωγή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοπαραγωγή
θηλυκό
η
παραγωγή
με
ίδιες
δυνάμεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοπαραγωγή