Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοεποπτεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοεποπτεί
α
οι
αυτοεποπτεί
ες
γενική
της
αυτοεποπτεί
ας
των
αυτοεποπτει
ών
αιτιατική
την
αυτοεποπτεί
α
τις
αυτοεποπτεί
ες
κλητική
αυτοεποπτεί
α
αυτοεποπτεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοεποπτεία
<
αυτο-
+
εποπτεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοεποπτεία
θηλυκό
η
εποπτεία
του
εαυτού
μας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοεποπτεία