αυτείνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | αυτείνος | αυτείνη | αυτείνο | |||
γενική | αυτείνου | αυτείνης | αυτείνου | |||
αιτιατική | αυτείνο | αυτείνη | αυτείνο | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | αυτείνοι | αυτείνες | αυτείνα | |||
γενική | αυτείνων | αυτείνων | αυτείνων | |||
αιτιατική | αυτείνους | αυτείνες | αυτείνα | |||
κλητική | — | — | — | |||
Δείτε και αυτούνος, αυτός. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτείνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αὐτεῖνος < συμφυρμός των αὐτός + ἐκεῖνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfti.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τεί‐νος
Αντωνυμία
επεξεργασίααυτείνος, αυτείνη, αυτείνο (δεικτική αντωνυμία)
- (λαϊκό) αυτός
- ※ την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη 1797‑1864)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αυτού (επίρρημα, λαϊκότροπο)