Δείτε επίσης: αὐτεῖνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      αυτείνος      αυτείνη      αυτείνο
      γενική αυτείνου αυτείνης αυτείνου
    αιτιατική αυτείνο αυτείνη αυτείνο
     κλητική
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      αυτείνοι      αυτείνες      αυτείνα
      γενική αυτείνων αυτείνων αυτείνων
    αιτιατική αυτείνους αυτείνες αυτείνα
     κλητική
Δείτε και αυτούνος, αυτός.
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτείνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αὐτεῖνος < συμφυρμός των αὐτός + ἐκεῖνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈfti.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τεί‐νος

  Αντωνυμία επεξεργασία

αυτείνος, αυτείνη, αυτείνο (δεικτική αντωνυμία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • αυτού (επίρρημα, λαϊκότροπο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία