αυστηροποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυστηροποίηση | οι | αυστηροποιήσεις |
γενική | της | αυστηροποίησης* | των | αυστηροποιήσεων |
αιτιατική | την | αυστηροποίηση | τις | αυστηροποιήσεις |
κλητική | αυστηροποίηση | αυστηροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυστηροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυστηροποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυστηροποίηση θηλυκό
- το να κάνω κάτι πιο αυστηρό, λιγότερο χαλαρό
- αυστηροποίηση των ποινών για τη φοροδιαφυγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυστηροποίηση