durcissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
durcissement | durcissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
durcissement (fr) αρσενικό
- η σκλήρυνση, η αυστηροποίηση
ενικός | πληθυντικός |
durcissement | durcissements |
durcissement (fr) αρσενικό