ατομικίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατομικίστρια < ατομικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατομικίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ατομικιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατομικίστρια
ατομικίστρια θηλυκό