ασφοδίλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ασφοδίλι | τα | ασφοδίλια |
γενική | του | ασφοδιλιού | των | ασφοδιλιών |
αιτιατική | το | ασφοδίλι | τα | ασφοδίλια |
κλητική | ασφοδίλι | ασφοδίλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασφοδίλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασφοδίλι ουδέτερο
- ποώδες φυτό που φυτρώνει σε πετρώδη εδάφη ή λιβάδια, σύμβολο τού πένθους στην αρχαιότητα, ο ασφόδελος, το ασφοδέλι
- ※ Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη, (απόσπασμα), ※ @ebooks.edu.gr
- Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.
[…]
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι·
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. - [μεταγραφή σε μονοτονικό από το]
- Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίση
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήση,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
[…]
Κι’ ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται,
διαβαίνοντας λειβάδια ἀπὸ ἀσφοδίλι,
πόνους παληοὺς ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
- Καλότυχοι oἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
- Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
- ※ Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη, (απόσπασμα), ※ @ebooks.edu.gr
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασφοδίλι
|
Πηγές
επεξεργασία- ασφοδίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας