ασφαλτολίμνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαασφαλτολίμνη θηλυκό
- (γεωλογία): λίμνη που σχηματίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από επιφανειακή άσφαλτο ή πίσσα .
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασφαλτολίμνη
|
ασφαλτολίμνη θηλυκό
|