ασανσεριτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαασανσεριτζής αρσενικό
- ο κατασκευαστής ασανσέρ
- (επάγγελμα) ο συντηρητής ασανσέρ
- ο οδηγός ασανσέρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασανσεριτζής
|
ασανσεριτζής αρσενικό
|