Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασανσεριτζής οι ασανσεριτζήδες
      γενική του ασανσεριτζή των ασανσεριτζήδων
    αιτιατική τον ασανσεριτζή τους ασανσεριτζήδες
     κλητική ασανσεριτζή ασανσεριτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασανσεριτζής < ασανσέρ + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασανσεριτζής αρσενικό

  1. ο κατασκευαστής ασανσέρ
  2. (επάγγελμα) ο συντηρητής ασανσέρ
  3. ο οδηγός ασανσέρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία