αρχισυντάκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχισυντάκτρια < αρχισυντάκτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχισυντάκτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη αρχισυντάκτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχισυντάκτρια
αρχισυντάκτρια θηλυκό