Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιμηχανικός οι αρχιμηχανικοί
      γενική του αρχιμηχανικού των αρχιμηχανικών
    αιτιατική τον αρχιμηχανικό τους αρχιμηχανικούς
     κλητική αρχιμηχανικέ αρχιμηχανικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιμηχανικός < αρχι- + μηχανικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιμηχανικός αρσενικό ή θηλυκό

  • ο προϊστάμενος των μηχανικών συνεργείου, εργοστασίου κλπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία