Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχαιογνώστης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αρχαιογνώστ
ης
οι
αρχαιογνώστ
ες
γενική
του
αρχαιογνώστ
η
των
αρχαιογνωστ
ών
αιτιατική
τον
αρχαιογνώστ
η
τους
αρχαιογνώστ
ες
κλητική
αρχαιογνώστ
η
αρχαιογνώστ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχαιογνώστης
<
αρχαίος
+
γνώστης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχαιογνώστης
αρσενικό
αυτός που έχει γνώσεις σχετικές με την αρχαιότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχαιογνώστης
αγγλικά
:
antiquarian
(en)