αρχαιοβοτανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχαιοβοτανική | ||
γενική | της | αρχαιοβοτανικής | ||
αιτιατική | την | αρχαιοβοτανική | ||
κλητική | αρχαιοβοτανική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχαιοβοτανική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (βοτανική) κλάδος και συνδυασμός της αρχαιολογίας και της βιολογίας, που ασχολείται με την έρευνα των φυτικών καταλοίπων (φρούτων, σπόρων, καρπών, φυτών, ξύλων, γύρης κ.ά.) που εντοπίζονται σε ανασκαφές χώρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιοβοτανική
|