αρπακόλλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρπακόλλας αρσενικό
- (αργκό) (λαϊκότροπο) τσαπατσούλης, απρόσεκτος στη δουλειά του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρπακόλλας
|