Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρνόδερμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρνόδερμα
τα
αρνοδέρμα
τ
α
γενική
του
αρνοδέρμα
τ
ος
των
αρνοδερμά
τ
ων
αιτιατική
το
αρνόδερμα
τα
αρνοδέρμα
τ
α
κλητική
αρνόδερμα
αρνοδέρμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρνόδερμα
<
αρνί
+
-ο-
+
δέρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρνόδερμα
ουδέτερο
το
δέρμα
ενός
αρνιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρνόδερμα