πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχρέωση οι αποχρεώσεις
      γενική της αποχρέωσης των αποχρεώσεων
    αιτιατική την αποχρέωση τις αποχρεώσεις
     κλητική αποχρέωση αποχρεώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχρέωση < απο- + χρέωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποχρέωση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr