Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχαύνωμα τα αποχαυνώματα
      γενική του αποχαυνώματος των αποχαυνωμάτων
    αιτιατική το αποχαύνωμα τα αποχαυνώματα
     κλητική αποχαύνωμα αποχαυνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχαύνωμα < αποχαυνώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχαύνωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία